Γλωσσικά Ιδιώματα


ΕΡΕΥΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 1ου ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑΣ - ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ


_________________________________________________________________


 

Γλωσσικά ιδιώματα

H Ήπειρος υπήρξε ένα γεωγραφικό διαμέρισμα, απρόσιτο μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα και διατήρησε ανόθευτο το γλωσσικό θησαυρό που κληρονόμησε. Περιοχές όπως τα Zαγοροχώρια, περιοχή Δωδώνης, Kατσανοχώρια, Ιωάννινα, περιοχή Άρτας αποκόπτουν ακόμη και σήμερα, ειδικά οι γηραιότεροι, τα φωνήεντα ή αλλάζουν τα άτονα H Ήπειρος υπήρξε ένα γεωγραφικό διαμέρισμα, απρόσιτο μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα και διατήρησε ανόθευτο το γλωσσικό θησαυρό που κληρονόμησε. Περιοχές όπως τα Zαγοροχώρια, περιοχή Δωδώνης, Kατσανοχώρια, Ιωάννινα, περιοχή Άρτας αποκόπτουν ακόμη και σήμερα, ειδικά οι γηραιότεροι, τα φωνήεντα ή αλλάζουν τα άτονα (ο)  και (ε) και τα προφέρουν ως (ου) και (ι). Η φυλή τωνΣαρακατσαναίων ομιλεί το ίδιο ιδίωμα μ'αυτό της περιοχής των Τζουμέρκων, των Ραδοβιζίων της Άρτας, του Σακαρετσίου και της περιοχής μέχρι τα Άγραφα. Συγκεκριμένα ισχύουν ορισμένοι κανόνες, κοινοί με το ιδίωμα των Σαρακατσαναίων.  (ο) και (ε) και τα προφέρουν ως (ου) και (ι). Η φυλή των Σαρακατσαναίων ομιλεί το ίδιο ιδίωμα μ'αυτό της περιοχής των Τζουμέρκων, των Ραδοβιζίων της Άρτας, του Σακαρετσίου και της περιοχής μέχρι τα Άγραφα. Συγκεκριμένα ισχύουν ορισμένοι κανόνες, κοινοί με το ιδίωμα των Σαρακατσαναίων

ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΗΠΕΙΡΩΤΗ

 

ααα;

σωστά, ή κατάλαβα

α! α! α!

ναι! ναι! ναι!

απάν, απκάτ, σακεί, σαπέρα, σαδώθε

δήλωση κατεύθυνσης

απθώνω

αφήνω κάτι κάπου

αποσβολώθκα

μου πετάχτηκαν τα μάτια έξω

αντραποδίθκα

περδικλώθκα, σκόνταψα

απστόμσει

αναποδογύρισε

απστόμσε

αναποδογύρισε το

απόστασα

κουράστηκα

αφσκιά

ασχήμια!

ακορμένομαι

ακούω με προσοχή

απδισιά

πήδημα

απήδσα μσουρανίς

σηκώθηκα στον αέρα

αναμέρα

κάνε άκρη

αρπαλίκι

η γκλίτσα

αστόησα

ξέχασα

αλσίβα

απορρυπαντικό του παλιού καιρού φτιαγμένο από στάχτη

αύλακας

αυλάκι, ρυάκι

άμπνασόμπ ου διάουλους

άντε που να σου μπει ο διάολος

άμνασίεθαβα

άντε που να σε έθαβα

αποκουντριασμένους

αποχαυνωμένος

αλλομανάω

μακελεύω, λιανίζω

αναχιτώνω

αγριεύω

αντράλα, χαρβαλασιό

φασαρία

αντάρα

ομίχλη, θολούρα

αναφανταλιά (μου'ρθε αναφανταλιά)

ζαλίστηκα



Β


βατσνιά

αγκάθια - πουρνάρια

βερβέριξε το πετσί μου

ανατρίχιασα

βέλαξα(απ'τον πόνο)

φώναξα δυνατά ή πόνεσα πολύ

βαλάντωσα (στό κλάμα)

έκλαψα πάρα πολύ

βρούδια

αυτοσχέδιες πισίνες της φύσης στα ποτάμια



Γ


γούπατο

εσοχή

γκλαγκανάω

καταπίνω με έντονα γλου-γλου

γατσούλι

γατάκι

γούρμασε

ωρίμασε

γκοέρα

στην κυριολεξία, το θηλυκό του σταγαλινίου, χρησιμοποιείται ως έκφραση και για τους gay.

γκαβώθκα

τυφλώθηκα

γκλιορεύω

είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, πριν με πάρει ο ύπνος

γίγκει

αόριστος του γίνομαι

γέρεψα

γιατρεύτηκα, έγινα καλά - έγινα γερός

γρούσπα

κουφάλα, τρύπα

γραδώνω

στριμώχνω,αγκιστρώνω, σκαλώνω , μπλέκομαι

γκεύω

βουτάω, μουσκεύω (να γκέψω λίγο ψουμάκ')

γκουστέρα

μεγάλη πράσινη σαύρα

γουργουλεύω

ανακατεύω

γκρικι

πισινός

γύκος

σωρός από στρώματα

γκιουιζ (μη μι γκιουιζ)

μη με αγγίζεις



Δ


δαμάλι

ταύρος

δρασκέλατο

απήδατο, πηδηξέ το



Ζ


ζαλοκνιέμαι

ζαλίζομαι, κουνιέμαι

ζάρκο

γυμνό, ξεμπλέτσοτο

ζβάου

σβήνω

ζίβα

σβήσε

ζίβα τ'φεξ

σβήσε το φως

ζαφτω

πέφτω

ζγουρ

ζυγούρι

ζλάπ

το ζώο γενικώς, ατίθασος άνθρωπος

ζαβλακώθκα

νύσταξα ή δεν ξέρω που είμαι

ζγώνω

πλησιάζω

ζμπύλ(η)

στην πύλη (αρτινός φρουρός στο στρατό)

ζμπάω

βάζω - σπρωχτά

ζαγκανιέμαι

κουνιέμαι ρυθμικά

ζμάχια

πράσινο υδρόβιο φυτό του γλυκού νερού.


γλυστράνε πιο πολύ από μπανανόφλουδα

ζαλγκόθκα

μεταφέρω κάτι στην πλάτη (συνήθως ξύλα)



Κ


καρκαμπίλα

ήλιος καυτός

καρκόθκα

πνίγηκα

καταϊ

κάτω

κατσκανάρ

ζωηρός

κλιορεύομαι

κοιμάμαι

κλιτσινάρ

αδύνατος

κοντοτούρτα

σκορπιός (σε μερικά χωριά των Τζουμέρκων)

κουτσιούμπλισα

στραμπούλιξα το δάχτυλο του ποδιού (σχεδόν πάντα το μεγάλο!)

κορδομπούλιασε

σβόλιασε

καλογιάννος

τό μικρό πουλάκι κι αυτό

κριτσάλσε

κριτσάνησε ή κάτι τέτοιο

καλοσκέρσα

πρωτοδοκίμασα

κύκαρη

φλιτζάνι

κουτσούνα

μικρό ζυμωτό ψωμί με ζάχαρη ψημένο στα κάρβουνα

κρεβατίνα

κληματαριά, που χρησιμοποιείται για ίσκιο

καρδάρα

μεταλλικός κουβάς για το γάλα

κοτοπούλι

κοτόπουλο

καλιγκότς

κάποιος κουβαλάει κάποιον στην πλάτη του

κοκονάκι

οταν κάποιος κάθεται με λυγισμένα τα γόνατα

κοσά

τό δρεπάνι

κοσί

γρήγορα

κρένω

μιλάω

κοματσιούλι

μικρό τεμάχιο ψωμιού συνήθως υπόλειμμα

κατσούλα

η κουκούλα, από πανοφώρι

καρκαριέμαι

γελάω δυνατά

κριτσίλωσε

στράβωσε (τόσο που έγινε σχεδόν κόμπος)

κοκόσιες

καρύδες

κλαπατσίγκανα

όργανα, ορχήστρα

καρκαλοϊόται

κακαρίζει (η κότα)

κρούω

αγγίζω

κριτσιανοβόλσε

έσπασε με δυνατό θόρυβο

κούρβαλα

μπελάδες

καρκαλοϊτό

ανακοίνωση νέου αυγού από την κότα

κοδέλα

κλειστή στροφή

κουρδουκλιέμαι

κάνω τούμπες, στριφογυρνάω

κουμάσι

γουρουνόσπιτο (παλιάνθρωπος)

καρδιλάγγος, καταπιόνας

λαιμός

καταψιά

γουλιά ή μπουκια

κάτσαταν; -κάτσαμαν!

καθίσατε; -καθίσαμε

κουκουμέλα

μανιτάρι

κούντρισα

χτύπησα το κεφάλι μου

καρυδώνω

πνίγω (θα τ'καρυδώσω)

καστραβέτς

αγκούρι

κιο

αφού (κιο δεν έχω φράγκο)



Λ


λάιος

μαύρος

λαρώνω

ησυχαζω

λαβίδα

κουτάλι

λούτα

Η αχτένιστη,απεριποίητη γυναίκα

λιόκια

αρ***α

λιμπά

λιόκια

Λιάρδα

φσέκι, μεθώ

λάκσα (πλυθ. λακίσαμαν)

πήρα δρόμο, έφυγα τρέχοντας



Μ


μαβλάω

προσκαλώ τα ζωντανά ή τα κατοικίδια

μαντζακούπ

αντρικό γεννητικό όργανο!

μαντρί

στάβλος

μαρκούτσ

Ξύλο, αντρικό όργανο, κάτι που δεν ξέρω πως δουλεύει, τηλεκοντρόλ (φέρ'το μαρκούτσ)

μπόκαλο

μικρή πέτρα

μαξούμι

μικρό παιδί

μαρμίτα

τα λεφτά

ματουϊάλα

γυαλιά οράσεως

ματσλάω

μασάω

μουλοκάναρο

τό αποτέλεσμα ζευγαρώματος, ανάμεσα σ'ένα στραγαλίνι κι ένα καναρίνι

μπαϊλσιά

ζαλάδα

μπαϊλσα

ζαλίστηκα

μπακακάκι

βατραχάκι

μπακανιάρικο

τό παιδί,πού εχει πρησμένη κοιλιά

μπακάνιασα

πρήστηκα, από το πολύ νερό, ποτό

μπακατσέλη

μπακακάκι

μπακτσές

τό χωράφι μάλλον

μπαρχάλα

διχάλα

μπασιά

έχει ρεύμα, φυσάει

μπζιάκα

βατράχι - vampire μεγάλου μεγέθους που πίνει αίμα από πρόβατα

μπζιάκας

αυτός που είναι χοντρούλης

μπηχτοκέφαλα

με το κεφάλι κάτω

μπλαθρώνω

σκεπάζω κάτι πρόχειρα, καλύπτω

μπλαντάμ

ό άχαρος, χοντροκομένος άνθρωπος

μπελι

(μόνο την κυριολεξία ) πτυοσκάπανο

μπλετσιανάω

πλατσουρίζω ή κάνω μπάνιο σε ρηχά νερά

μπολιάζω

εμβολιάζω

μπουρμπούτσιαλο

έντομο

μπομπότα

τό ψωμί από καλαμπόκι

μπραστ

έφυγε γρήγορα

μπστούρια

πέτρες

μσαφιραίοι

επισκέπτες

μτσούνια

μούρη

μχαρής

καμινάδα

μόσκι

μοσχάρι

μπεκιώνα

κανάτα

μαρκαλάω

κάνω sex

ματζαφλάρ

κάτι μακρύ

μπασκίνας

χωροφύλακας

μπούγλα

τενεκές

μούτεψα (τον μούτεψα)

τον διέλυσα



Ν


ντζιομανίκι

γκλίτσα, μαγγούρα

νταούλιασε

μέθησε

ντζιοπάνς

γιδοβοσκός (γκλίτσμαν)

νομ' ή ναμ'

δώσε μου

νέσπλο

μούσμουλο

νταβλαρώθκα

έπεσα κάτω ή ξάπλωσα απότομα

ντμπάτσαμαν

την πατήσαμε



Ξ


ξαποστάζω

ξεκουράζομαι

ξιμπλιέτσοτο

γυμνό

ξιτσαουλιάστκα

μου έφυγε το στόμα μου έφυγε το σαγόνι

ξεντραχτώθκα

διαλυθηκα

ξεσκλάω

σκίζω

ξεκλιτσνιάσκει, ξεφιστουκιάσκει

διαλύθηκε

ξεσκανταλίσκει

απορυθμίστηκε

ξετσόνιασες

απέκτησες θάρρος

ξεμτσουνιάσκαν

τράκαραν μετωπικά

ξεμοτόχου

αποκλειστικά

ξεσφυρώ

χώνω

ξίκι να γένει

κομάτια να γίνει

ξιώτε

Ξύνεται (Ο Στέφανος ξιώτε στμπλατ γιατί τουν έφαε ντάβανος)



Ο


Ούι

Ο λόγος που η Άρτα θεωρείται το μικρό Παρίσι! Συνήθως εκφράζει έκπληξη



Π


πλομάτσα

στρώμα

πομποσιά

ασφυξία

πουμπόθκα

πνίγηκα - δεν μπορώ να πάρω ανάσα

πριτσιαλάω

κάνω sex

πριτσαλίστκα

κάηκα

μ΄πρισκάλσι

στραβοκατάπια

πλακοπάϊδα

παγίδα για πουλιά με επίπεδη πέτρα

πλιτσίκι

μούσκεμα

παρασόλισα

φοβήθηκα, τρελάθηκα

πτσάς

υποτιμητικά ο άνδρας

πτσαρας

αγορι (αντίθετο τσουπρα=κοριτσι)

πρατίνα

προβατίνα

πσλά

ψηλά

πλακόφωνο

πικάπ

πράματα

τά πρόβατα

πετσί

επιδερμίδα, δερμα σύνταξη με πετσί (πετσώνω=καλύπτω επιφάνεια αλλα και κάνω sex, βερβέριξε το πετσί μου=ανατρίχιασα, θα σ΄σκωσω το πετσί=θα σε κάψω ή θα σε κερδίσω στη δηλωτή, στα πετσιά μου= στα αρχ***α μου)

πρατζαφίλια

μικρά τεμάχια -παρελκόμενα-μικρής χρηστικότητας!

πετρόβεργο

πλάστης για πίτες

πιπίτιασα

δίψασα πολύ

πουνιάζομαι

τρώω

ποστιάζω

βαζω το ένα πάνω στο άλλο

πάφλας(πλυθ. παφίλια)

τενεκές τσίγκινος (ή μυαλό άστα να πάνε...)

πλουτούμ

μούσκεμα

πεταστή

λαγάνα

προφάν

τό καλαμάκι(μέ αυτό πού ρουφάν)

πααίνω αντικιαστά

πάω στα τυφλά

πθαμή

παλάμη



Ρ


ρογγαλιάσκα

μου μπήκε ακίδα

ρουπώνω

χορταίνω, ρούπωσα=έφαγα

ρέκος

σπαρακτικό κλάμα

ρεκοβέλαξα

κλάμα και ουρλιαχτό στην ίδια κραυγή (στούμπσα το δάχλο=αιτία για ρεκοβέλασμα)

ρόκα

καλαμπόκι

ρεχατιάζω

ξεκουράζομαι-λαγοκοιμάμαι



Σ


σβόηρας - κατσκανάρ

ζωηρός

σφρουτζούλατο

πέτα το

σκαφίδα

μεγαλη λεκάνη

σφαλαγγούδια

αράχνες

σκανταλάρια

εξαρτήματα για παγίδα

σαφρακιασμένο

το αδύναμο, τό κακόμοιρο

σπλιτζάρ

τό μικρό πουλάκι

σιάφαρο

άσχημη γυναίκα

σάφαρο

ασχημος ή άσχημη

σιέρπετο

φίδι (ή άσχημη γυναίκα)

σκρούμπος

κάτι καμμένο

σαλιβάρι

φερετζές για ζώα(προς αποφυγή δαγκώματος)

σφουγγάω

σκουπίζω

σαρμανίτσα

κούνια

σκλέντζα

είδος παιχνίδιου

σιούγκρα τον

σκουντησέ τον

σιουρμανάω

σφυρίζω δυνατά

σπρούχνη (χόβολη)

στάχτη με κάρβουνα

σκόπι

ραβδί-μπαστούνι

σαλακατές

φασαρία

σφρίδα

πρωκτός

σιλούντιασα

ζαλίστηκα - μπερδεύτηκα

σατλά

χαζά

σιούρξε (μι σιούρξε)

ξεπάγιασα



Τ


τένες

αθλητικά παπούτσια

τσαρναράει

στάζει - τρέχει νερό

τσικλίσκα

σκίστηκα (στα γέλια)

τράω

κοιτάζω

τσιροπούλι

μικρό πουλί

τσιοκανάω

ευνουχίζω

τσακμάκι

αναπτήρας(περίπου)

τσιόκος ή τζιόκος

πέος (στο τζιόκο μου)

τλώνω (αόριστος τίλωνα)

γεμίζω ασφυκτικά

τίγκα

γεμάτο όσο δεν παίρνει άλλο


ξανθιά πωλήτρια: θα πληρώσετε με πιστωτική;


αρτινός: τ΄ν ΄νει τίγκα(γεμάτη)


ξανθιά πωλήτρια: μ... δεν συνεργαζόμαστε με αυτή τη μάρκα

τσιακναρίδα

πολύ λεπτή γάμπα

τσίφλια(τα)

μάτια

τσέρλο

ρευστά κόπρανα

τσιαούλια

σαγόνια



Φ


φαρμακώθκα

στεναχωρήθηκα

φκάρι

θήκη

φκιαρ’

το φτιάρι

φουρδακλιάζω

πήρα φωτιά

φλιτράω

πετάω

φουρτουλάω

πετάω

φραστ

γρήγορη κίνηση

φρουτζούλα το

πεταξέ το

φσέκι

Λιάρδα, μεθώ



Χ


χιζουβόλσια

χέστηκα!

χλιάρ

κουτάλι

χαλεύω

ζητάω


τσ'χάλεψα ψουμάκι = της ζήτησα φαγητό


τσ'χάλεψα **ί = της ζήτησα να κάνουμε έρωτα

χάθκαμαν

χαθήκαμε

χλιιμάρα

η έντονη μιζέρια

χυμονικό

καρπούζι



ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ - ΑΠΟΡΙΕΣ

Αϊ τσα χπαν

έλα επάνω

μη ζγωνς ντηπ, μέσα ειν' τίγκα

μην πλησιάζεις, μέσα είναι γεμάτο κόσμο

Ζτπαμπ ζπρωτ

Στην πάμπ την πρώτη (την καλύτερη...)

μη μ΄σκονς αλμπασία

μη με ενοχλείς

από που ξεκάμπσες;

από που εμφανίστηκες;

πραζ' αντράω;

πειράζει αν βλέπω και εγώ;

Που γκιζιράτι ζαλιάρκα, κουσί να πουνιαστίτι

που γυρνάτε διαβολόπαιδα, ελάτε γρήγορα να φάτε

Στο συνεργείο:

Κάπου στο κάτω μέρος του αυτοκινήτου, ακούγεται μεταλλικός επαναλαμβανόμενος θόρυβος

Καπ απ'κατ, καπ καπ, κατ καν, γκαπ γκαπ



ΑΠΕΙΛΕΣ - ΕΝΤΑΣΕΙΣ - ΒΡΙΣΙΕΣ - ΚΑΤΑΡΕΣ

θα ζμασω τα τσιαούλια = θα σου ρίξω γροθιά στο σαγόνι

Θα σ'μιτρίσω τα παϊδια


Θα σ΄ μάσω τσ΄ μύτες...


Θα σ΄ φάου του καρδιλάγγου (απάντηση: θα μ΄ κλάσεις το τζιόκο)

αι γαμισ΄


γαμουτου κιαρατό σ'


θα σι σκίσου στ'κλια


θα σι πιληκίσου


θα σι ξισκίσου


μη μα' μποχνς = μην σπρώχνεις


μη μι' κρους = μην μ'ακουμπάς


είσι μιτζμένου = είσαι μεθυσμένος


Θα σ' αφαλουκόψου


Θα σε λιανίσου


Θα σ' αλουμανίσου


Θα σε ζάψου


Θα σε φουρδακλιάσου


Ουίιι παιδάκι μ' εσύ είσι πέρα τ'λάκα!

Μπιτ ζλαπ!


Δεν σ'κοβ' του κιφαλ'!


να σε κλαιν 9 Μαρίες...


να σε κόβ' η νίλα...


να σε κόβ' η κλοια από κραμπολάχανο...

θα σ' ξικολόσω τ'αυτιά


θα ζ΄μαυρίσω τα καλαμίδια


(χ)άι και σα ΄μπάρω του σκόπι, θα στ' αργάσω του τομάρ'

ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

Τα πρόβατα στην τσιούκα = τα πρόβατα στο βουνό
Νοµ ένα τσρατσί να σκοπστού = δώσε µου ένα πανί να σκουπιστώ
Τόχ’ς τζώρα του κφάλ = είσαι ξεροκέφαλος
Να γκέψω λίγο ψουµάκ’? = να βουτήξω λίγο ψωµάκι?
Ζιβα τ’φεξ = σβήσε το φως
Φερ’το µαρκουτς = φέρε µου το τηλεκοντρόλ
Ξικ να γέν = κοµµάτια να γίνει
Ο Γιαννς ξιωτε στµπλατ γιατί τουν εφαε νταβανος = Ο Γιάννης ξύνεται στην πλάτη του γιατί τον τσίµπησε µεγάλη µύγα
Αϊ τσα χπαν = έλα επάνω
Μη ζγωνς ντιπ, µέσα ειν’ τιγκα = µην πλησιάζεις, µέσα είναι γεµάτο κόσµο 

Πραζ’ αν τραω?= πειράζει αν κοιτάω?
Που γκιζιρατι ζαλιαρκα, κουσι να πουνιαστιτι= που γυρνάτε διαβολόπαιδα, ελάτε γρήγορα να φάτε
Κιουσεβου στου ντριβεν= περπατάω στο δρόµο
Κανταριαστειτε για φαΐ = µαζευτείτε για φαγητό
Μη κτατε ‘τσιαδω = µην κοιτάτε προς τα δω
Σειρτε να πλαϊάστε = πηγαίνετε να κοιµηθείτε
Βράζω στ’ τετζιερ πρατινα = βράζω στην κατσαρόλα προβατίνα
Πλενου τα’αγκια = πλένω τα πιάτα
Γίγκι µιγάλο κιαµετ στου γάµου = έγινε µεγάλο γλέντι στο γάµο 
Πλεν τα σκτια = πλένει τα ρούχα 
Μην κανς αφσκιες = µην κανείς χαζοµάρες
Εινε µεγάλος τζερτζελες = έγινε µεγάλο γλέντι
Αι σιαπερα από δω = φύγε από δω
Τσιαρµαλωθκει ψλα = σκαρφάλωσε ψηλά
Πήγε στ’σκια για σύκα και έπεσε κ βάρεσε = πήγε στη συκιά για σύκα και έπεσε και τραυµατίστηκε
Γραµµενο πιδί = καλό, έντιµο παιδί
Πως τα πόρεψες στο γιορτάς π’ πήγες = πως τα πέρασες στην γιορτή που πήγες Τσίτωσε µια λίµπα γάλα = έφαγε ένα πιάτο γάλα
Μπλειτσάρσε = χόρτασε
Μαζεύτκαµαν κβάρ απ το κρύο = κρυώσαµε πολύ
Μπειζιερσι η ψχυµ’= αγανάκτησα
Κατ’ απ’κατ ,καν γκαπ γκαπ = κάτι ακούγεται από κάτω
Μσήκουις αλπασιά = µε ζάλισες
Μη µε µαλαειζ= µη µε αγγίζεις
Που σκών’ς υψώµατα = που γυρνάς
Δε’ς κραινω = δε σου µιλάω
Με σήκωσε τ’ όργιο = µε έπιασε ρίγος
Κνις µαρε = κουνήσου µωρέ
Να σι κόβει νίλα = να σε αγγίζει στην ψυχήΤι τσίπες?= τι της είπες?
Θα σ’ ρίζω µια και θα σ’αφήσω σκοπ =θα σε χτυπήσω και θα µείνεις ξερος
Δεν τελεύεσαι = δεν υποφέρεσαι
Α! κόλπος κακός = να σε χτυπήσει εγκεφαλικό 
Α! να’χεις γινει ξικ!= Α! να φύγεις από εδώ!
Αϊ στ’(γ)κουρνα’ς µαρέ =άντε (πήγαινε) στο σπίτι σου µωρέ, φύγε από εδώ
Αϊ στου διάολου σέρπετου = άντε στο διάβολο ερπετό
Αϊ χες πατόκορφα = άντε να χεστείς από πάνω µέχρι κάτω
Αλίχτσε ος θελς, αλύχτα ος θελς= φώναξε όσο θέλεις
Αφισκο είσαι, είσαι µια αφσκιά= είσαι πολύ άσχηµος
Γιατί µατσλς κι κανς τουν ανηξηρου. Θα σδωκου µια κι θα σφυγουν τα τσαουλια. Θα µι βλέπεις κι θα τρεµς = γιατί µασουλας κ αδιαφορεις. Θα σε χτυπήσω πολύ στο πρόσωπο. Θα µε βλεπεις και θα τρεµεις
άµπνασοµπ ο διάολος = άντε να σου πει ο διάολοςΑν κοτάς ….= αν τολµάς 
Ξεριζώνω: Ξεκωλώνω
Γαϊδούρι: Γομάρι, Γαζέλι
Σφυρί: Τσιόκι
Μα: Κιο
Συνάντηση: Αντάμωμα
Λιγόφαγος: Τσίγγανος, Αλίγκαρδος
Σβήνω: Ζηβάω
Τρελός: Ζουρλός
Εντόσθια: Μεσαρκά, Μέσα (τα), Τσιλίπουρδα
Κλινοσκέπασμα: Τσιόλι
Σπίνος: Τσιόνος
Κεφαλομάντιλο: Τσίπα
Αδύναμος: Τσιουρούτικος
Χορταίνω: Τσιτώνω
Κορίτσι: Τσουπί ,Τσ(ι)ούπρα
Γεροδεμένος: Τσουμπωτός
Κάλτσα: Τσουρέπι
Φιλεύσπλαχνος: Πονετικός
Πλησιάζω: Ζυγώνω, Κοντοζυγώνω
Θόρυβος: Βρόντος
Κατακραυγή: Βουή
Θηλασμός: Βύζαμα
Λιμνάζω: Βιριάζω
Επιτέλους: Σπολλάτη
Ετοιμοθάνατος: Κιντυνεμένος
Συμβουλή: Ορμήνια
Συμβουλεύω: Ορμηνεύω

Γλωσσάρι παραδοσιακής αρχιτεκτονικής

Αστρέχα

η προεξοχή της στέγης

Αμπάρι

κιβώτιο ή χώρος αποθήκευσης σιτηρών

Αμπατζάς

φεγγίτης στη στέγη

Αναγκαίος

αποχωρητήριο

Κεπέγκι

κλειστός εξώστης, τμήμα του ορόφου το οποίο προεξέχει του περιμετρικού τοίχου του ισογείου

Μπαγδατί

εσωτερικός διαχωριστικός τοίχος με πηχάκια καρφωμένα σε ξύλινο σκελετό και επιχρισμένος με σοβά

Τσατμάς ή τσιατμάς

ελαφρός τοίχος μικτής κατασκευής - ξύλινος σκελετός καλυμμένος με πέτσωμα από λεπτά οριζόντια σανιδάκια καρφωμένα ανά αποστάσεις, τα οποία επιχρίονται με ασβεστοκονίαμα ενισχυμένο με γιδότριχα

Γωνιαίο ή κρυφό

χώρος διαμονής στο σπίτι

Καϊτι

διαχωριστικό στοιχείο των τζαμιών σε παράθυρο

Κάμπος

το φόντο σε μια διακοσμητική σύνθεση

Μπάσι

υπερυψωμένο τμήμα δαπέδου για κάθισμα ή για ύπνο

Μπουχαροποδιά

ειδικό υφαντό κρεμαστό στο τζάκι

Σαράι

χώρος εισόδου στο σπίτι

Χωτζιαρές

καλοκαιρινός χώρος διαμονής στο σπίτι

Σοφράς ή σουφράς

ξύλινο χαμηλό τραπέζι φαγητού

Σοφάς

υπερυψωμένο τμήμα του δαπέδου για ύπνο, φαγητό ή ανάπαυση

Τάσι

χάλκινο πιάτο

Τσούλι

τρίχινο υφαντό δαπέδου

Κατώι

ισόγειο

Ανώι

όροφος

Οντάς

χειμωνιάτικο καθιστικό στο σπίτι /δωμάτιο που επικοινωνεί με το κρεβάτι και χαρακτηρίζεται ανάλογα με τη χρήση

Κανάτι

συμπαγές παραθυρόφυλλο, πατζούρι

Κιόσκι

υπερυψωμένο δωμάτιο με συνεχόμενα παράθυρα

Κονάκι

πλουσιόσπιτο Οθωμανού γαιοκτήμονα

Μεσάντρα

ντουλάπα εξωτερική σε όλο το πλάτος του χώρου

 

 

Πηγή: Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τόμοι 1 - 8. Επιμ. Δ. Φιλιππίδης. Εκδ. Μέλισσα, 1991.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου