Παλιά παιχνίδια

Ξύλο με δίχαλο στο πάνω μέρος, στο οποίο δενόταν το λάστιχο ( τις περισσότερες φορές κομμάτι από σαμπρέλα). Στο σημείο που έμπαιναν τα ΄΄πυρομαχικά΄΄ στη μέση από το λάστιχο, έμπαινε ένα κομμάτι πιο φαρδύ, για να κρατάει σταθερή την πέτρα (συνήθως κομμάτι ΄ψίδι΄).
Επικίνδυνο και απαγορευμένο παιχνίδι που έφτιαχναν οι μεγαλύτεροι, αφού εύκολα κάποιος μπορούσε να τραυματιστεί πολύ σοβαρά εάν χτυπούσε στο πρόσωπο ή στο κεφάλι με τις πέτρες που εκτοξεύανε.
Κρατούσαμε  με το ένα χέρι το ξύλο, με το άλλο τεντώναμε  το λάστιχο και αφού είχαμε τοποθετήσει τα «πυρομαχικά», ήμασταν έτοιμοι για το παιχνίδι μας.
Το χρησιμοποιούσαμε για να κυνηγήσουμε  πουλιά, αλλά και για να συναγωνιστούμε στην σκοποβολή. Ενίοτε σπάγαμε κανένα τζάμι ή καμιά λάμπα  των στύλων της ΔΕΗ.
ΡΟΔΑ: την φτιάχναμε από πολύ χοντρό σύρμα, το φτιάχναμε στεφάνι  και για τροχό βάζαμε ένα λάστιχο νερού, η βρίσκαμε από κανένα πεταμένο παιδικό καροτσάκι.  
Φτιάχναμε και μια στέκα, πάλι από το σύρμα, της κάναμε ένα δίχαλο στο κάτω μέρος και την είχαμε για να σπρώχνουμε τη ρόδα, αλλά και για οδηγό. 
Πολύ αγαπημένο παιχνίδι, καθώς διανύαμε με αυτό ατέλειωτα χιλιόμετρα ενώ για να δοκιμάζουμε την δεξιοτεχνία μας φτιάχναμε ειδικές "πίστες" αγώνων.
ΣΥΡΜΑΤΙΝΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ: Για τους μερακλήδες της εποχής! Πραγματικά όμορφες κατασκευές με τιμόνια σπέσιαλ, ταχύτητες στο χέρι, καθρέπτες, φωτά (βάζαμε μια μπαταρία πλακέ με ένα λαμπάκι ενσωματωμένο επάνω της και την δέναμε στον ξύλινο άξονα που κατέληγε στις συρμάτινες ροδές) και άλλες ατέλειωτες τροποποιήσεις πριν την βόλτα στο χωριό για να δείξουμε το καινούργιο μας  μοντέλο.

ΤΣΟΥΛΙΘΡΑ:

σημείο του παιχνιδιού ήταν η απότομες κατηφορικές πλαγιές. (όπως το σφλάκι και η τσιούκα στις τρεις αδερφούλες κ. α).
Καθισμένοι  πάνω σε μια σανιδά ( η άλλο επίπεδο αντικείμενο) με καρφωμένο ένα ξύλο σε σχήμα σταυρού στην άκρη,  όπου βάζαμε τα ποδιά μας και ένα σύρμα δεμένο για να κρατιόμαστε,  ανεβαίναμε στην κορυφή  όπου ξεκινούσαμε  την ελεύθερη πτώση και ο θεός βοηθός!!
Φρένο μας;  καμιά τούφα, κανένα ρέμα ή οτιδήποτε άλλο μπορούσε να μας σταματήσει. Αυτό και αν ήταν επικίνδυνο παιχνίδι. Πολλές φορές καταλήγαμε στο πιο κοντινό «κέντρο υγείας», σε καμιά βρύση δηλαδή να ρίξουμε λίγο νερό και να συνεχίσουμε το παιχνίδι μας.    


ΚΟΥΝΙΑ.

 Το καλοκαίρι ιδιαίτερα, αλλά και την άνοιξη ή  το φθινόπωρο όταν ο καιρός ήταν καλός,  τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια,  φτιάχναμε  τις κούνιες με τριχιά, που τα «πράματα»  είχαν περασμένα στο σαμάρι τους ή με τριχιά, που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για να φορτώνονται το ζαλίκι.
Η κούνια ρίχνονταν σ’ ένα κατάλληλο χοντρό κλωνάρι δέντρου. Κατά το ρίξιμό της, πετούσαμε  την τριχιά ( πολλές φορές διπλή για περισσότερη ασφάλεια) πάνω από το κλωνάρι  που διαλέξαμε και δέναμε  σφιχτά σε κόμπο τις δύο  άκρες της κάτω στη βάση (έδρα) της, όπου καθόμασταν. Πολλές φορές βάζαμε στην έδρα της κούνιας ένα μικρό μαξιλάρι για να μην μας κόβει η τριχιά τον πισινό μας.

Η ΣΑΪΤΑ:
 Η σαΐτα,  αυτή η μικρή κι απλή στην κατασκευή της,  γίνονταν από μια κόλα χαρτί τετραδίου . Το χαρτί αυτό διπλώνονταν στα δυο σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και ξαναπλώνονταν αντίστροφα στα τέσσερα , για να πάρει το σχήμα της γνωστής σαΐτας που τα παιδιά εξακόντιζαν με τους δείκτες των χεριών τους. Το ορθογώνιο τμήμα του χαρτιού  που περίσσευε , κόβονταν με το χέρι σε μια μακριά στενή λωρίδα, που αποτελούσε την ουρά της σαΐτας

ΦΥΣΟΚΑΛΑΜΑ:
αδειάζαμε εσωτερικά τα καλάμια και φυσούσαμε από  μέσα ότι μπορεί κανείς να φανταστεί. Στόχος συνήθως, συμμαθητές και φίλοι.

ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
Συνήθως πριν ξεκινήσουν τα παιχνίδια λέγαμε αυτά τα ακατανόητα περιπαίχτηκα ποιήματα που καθόριζαν ποιος θα ξεκινήσει το παιχνίδι.
Αναφέρουμε  ενδεικτικά μερικά:
1) α  μπε- μπα-μπλομ, του κίθε-μπλομ, α μπε-μπα-μπλομ του κίθε μπλομ, μπλιμ-μπλομ.

2)ανεβηκα σε ένα βουνό και είδα ένα γουρούνι, το κοίταξα καλά καλά και σου μοιάζε  στη μούρη. Γω, γω , γω, συ, συ, συ, το γουρούνι είσαι εσύ!

3)άκατα,  μάκατα, σούκατα,  μπε,   άμπε, φάμπε, ντο, μινέ.  άκατα, μάκατα, σουκάτα,  μπε, άμπε, φάμπε, βγες.

ΠΑΠΑΔΙΑ ΚΑΒΑΛΑ (ΜΑΚΡΥΑ ΓΑΪΔΟΎΡΑ):



















Παιζόταν με δυο ομάδες παιδιών και ένα παιδί που έκανε τη μάνα. Τα παιδιά της μια σκύβανε ο ένας πίσω από τον άλλο μπροστά από τη μάνα σαν να κάνανε μια μακριά γαϊδούρα. Τα άλλα παιδιά πηδάγανε πάνω προσπαθώντας να μην πέσουν.
Αφού πηδάγανε όλοι, το πρώτο παιδί που πήδηξε,  έδειχνε στην μάνα κάποια δάχτυλα. Το πρώτο παιδί από αυτούς που έστηναν έπρεπε να μαντέψει σωστά. Αν μάντευε σωστά ή αν κάποιος έπεφτε από τη γαϊδούρα, τότε αλλάζανε πλευρές αλλιώς ξανά-στήνανε.

ΠΛΑΚΕΣ ή ΚΕΡΑΜΙΔΑΚΙΑ:
Τα κεραμιδάκια ήταν παιγνίδι της νεώτερης εποχής.
Τα παιδιά χωρίζονταν σε 2 ομάδες και κάθε ομάδα στεκόταν απέναντι από την άλλη. Στην μέση της απόστασης μεταξύ τους τοποθετούσαν 6-7 κεραμιδάκια το ένα πάνω στο άλλο.
Η μια ομάδα κυλούσε μια μπάλα με σκοπό να ρίξει τα κεραμιδάκια και στην συνέχεια προσπαθούσε να τα ξαναστήσει. Η άλλη ομάδα προσπαθούσε να χτυπήσει με την μπάλα όποιον από τους αντιπάλους προσπαθούσε να τα στήσει.
Αν τους πετυχαίνανε τότε όλους αλλάζανε πλευρές. Αν έστω και ένας να έστηνε όλα τα κεραμιδάκια συνέχισε πάλι η ομάδα του να ρίχνει από την αρχή.

ΣΚΛΕΝΤΖΑ (ή ΤΣΙΛΙΚΙ): 
 

Σκάβεται μια μικρή τρύπα στο έδαφος πάνω από την οποία τοποθετείται το «σκλεντζούρι», ένα μικρό κομμάτι ξύλο. Κάθε παίκτης προσπαθεί με τη «σκλέντζα», ένα μακρύ και μεγαλύτερο ξύλο, να πετάξει μακριά το «σκλεντζούρι», δίχως όμως να το πιάσει η άλλη ομάδα που στέκεται απέναντι.


Η ΓΡΟΥΝΑ:
Οι παίκτες χαράζουν πάνω στο έδαφος έναν κύκλο με διάμετρο 3-5 μ. και πάνω στην περιφέρειά του ανοίγουν τόσους λάκκους όσοι είναι οι παίκτες μείον ένα.    
Ανοίγουν επίσης έναν άλλο λάκκο στο κέντρο του κύκλου. Οι λάκκοι είναι τόσοι, ώστε να χωρούν μια μικρή πέτρα στο μέγεθος καρυδιού. Η πέτρα αυτή λέγεται "γουρούνα".
Ένας παίχτης, που εκλέχτηκε με κλήρωση, πρέπει να βάλει τη γουρούνα, σπρώχνοντάς τη μ' ένα ραβδί στο λάκκο του κέντρου, ενώ οι υπόλοιποι παίχτες τον εμποδίζουν, χτυπώντας τη "γουρούνα" με τα δικά τους ραβδιά.
Όταν ο οδηγός βάλει τη "γουρούνα" στο λάκκο του κέντρου, οι υπόλοιποι παίχτες βάζουν τη μια άκρη του ραβδιού τους μέσα σ' ένα λάκκο και ύστερα αλλάζουν λάκκους, πριν το αντιληφθεί ο οδηγός της "γουρούνας".
Όταν ο οδηγός κατορθώσει να βάλει την άκρη του ραβδιού του σ' ένα λάκκο της περιφέρειας, τότε αυτός που μένει χωρίς λάκκο γίνεται οδηγός της "γουρούνας" και το παιχνίδι ξαναρχίζει.
Έκαναν ένα κύκλο και φώναζαν Κου-μπα-νιά και έβαζαν όλα τα χέρια μπροστά. Έβλεπαν πώς είναι η παλάμη δηλ. ποιοι την είχαν προς τα πάνω και ποιοι προς τα κάτω. Οι περισσότεροι έβγαιναν. Επαναλαμβάνονταν το ίδιο μέχρι να μείνει ένας. Αυτός ήταν ο κυνηγός.
Όποιον έπιανε τον ακουμπούσε σε ένα τοίχο ενώ οι άλλοι προσπαθούσαν να τον ελευθερώσουν. Όσους απ' αυτούς ακουμπούσε ο κυνηγός τους αιχμαλώτιζε. Κέρδιζε όταν τους έπιανε όλους. Εκεί τελείωνε το παιχνίδι και ξανάρχιζε με την ίδια διαδικασία

ΚΟΚΑΛΟ ΞΕΚΟΚΑΛΟ:
Αυτό το παιχνίδι παίζεται καλύτερα με πολλά παιδιά.
Κάποιος μετράει από το 1 μέχρι το 10 και αρχίζει να κυνηγάει τα άλλα παιδιά.
Αν προσπαθήσει να πιάσει ένα παιδί, το παιδί αυτό πρέπει να πει κόκαλο και να μείνει ακίνητο για να μη το πιάσει. Το παιδί αυτό μπορεί να ξανακινηθεί μόνο αν το ακουμπήσει κάποιο από τα άλλα παιδιά, λέγοντας ξεκόκαλο.
Αν μείνει μόνο ένα παιδί που έχει δικαίωμα να τρέχει δεν μπορεί να πει κόκαλο και να ακινητοποιηθεί αν δεν απελευθερώσει κάποιο άλλο παιδί. Το παιδί που θα πιαστεί τελικά είναι και αυτό που θα είναι ο κυνηγός στον επόμενο γύρο.

ΣΑΛΙΓΚΑΡΟΣ:
Με ένα ξύλο, μια κεραμίδα ή ένα κάρβουνο χαράζουν στο έδαφος ένα σαλίγκαρο και με ΄΄λάχνισμα΄΄  ορίζουν πιο παιδί θα παίξει πρώτο και θα χαράξει τα “πατήματα”.
Το πρώτο παιδί αρχίζει το κουτσό, πετώντας το κεραμίδι του στο πρώτο πάτημα. Εκεί θα πηδήσει κουτσοπόδι και πάλι κουτσοπόδι θα σπρώξει το κεραμίδι του στο δεύτερο πάτημα κ.ο.κ. ως το κέντρο του σαλίγκαρου, όπου έχει δικαίωμα να πατήσει και με τα δυο πόδια για να ξεκουραστεί λίγο. Κατόπιν επιστρέφει με τον ίδιο τρόπο.
Αν φτάσει έξω ομαλά, τότε κάνει ένα γύρο. Αν είτε το κεραμίδι του πέσει στη διαχωριστική γραμμή, είτε το πατήσει αυτό, είτε πατήσει κάτω και με τα δύο πόδια, τότε βγαίνει από το Παιχνίδι και αρχίζει το δεύτερο. Κερδίζει όποιο παιδί κάνει τους περισσότερους γύρους.

ΤΟ ΜΠΙΖΖΖΖΖΖ:

 
Μαζεύονται τα παιδιά και αποφασίζουν ποιος θα τα "φυλάει". Αυτός λοιπόν κάθεται σ' ένα σκαμνί ή στέκει σκυφτός και βάζει το δεξί του χέρι κάτω από την αριστερή του μασχάλη, κρατώντας την παλάμη ανοιχτή προς τα επάνω, ενώ με το αριστερό του χέρι κρατάει κλειστά τα μάτια του.
Οι άλλοι παίκτες στέκονται προς τ' αριστερά του και ένας απ' αυτούς τον πλησιάζει, του χτυπάει την ανοιχτή παλάμη και ύστερα απομακρύνεται μαζί με τους άλλους. Όλοι χοροπηδούν γύρω του και στριφογυρίζουν το δάχτυλο τους φωνάζοντας "Μπιζζ!" όπως κάνει η μέλισσα.
Αυτός που τα φυλάει πρέπει να μαντέψει ποιος τον χτύπησε. Αν τον ανακαλύψει, τότε αυτός παίρνει τη θέση του αλλιώς το παιχνίδι συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο.

ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ:
η τυφλόμυγα παίζεται από δύο παιδιά και πάνω.
Στην αρχή όλοι τραβάνε έναν κλήρο για να δούνε ποιος θα τα φυλάει. Αυτός κλείνει τα μάτια του με ένα μαντήλι . Την ώρα που τα έχει κλειστά τα παιδιά ανακατεύονται.
Όποιο  παιδί πιάσει πρέπει να βρει πως το λένε δηλαδή ποιο είναι. Αν το αναγνωρίσει τότε αυτό το παιδί κάνει τη τυφλόμυγα. Και έτσι αυτό συνεχίζεται.


ΣΚΛΑΒΟ (αμπάριζα):
Σ' αυτό το παιχνίδι, τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες.
Κάθε ομάδα έχει ένα σημείο εκκίνησης, συνήθως κολόνα, πέτρα  ή δέντρο.
Στην αρχή ένα παιδί από τη μια ομάδα (δεν έχει σημασία ποια), "παίρνει αμπάριζα και βγαίνει" για να προκαλέσει τους παίχτες της άλλης ομάδας να τον κυνηγήσουν.
Τότε κάποιος απ' την αντίπαλη ομάδα "παίρνει αμπάριζα και βγαίνει" και τον κυνηγάει. Έτσι  βγαίνουν και τ' άλλα παιδιά κυνηγούν. Κάθε παιδί έχει το δικαίωμα να κυνηγήσει τα παιδιά που έχουν βγει πριν απ' αυτόν, αλλά όχι τα παιδιά που έχουν βγει μετά. Επίσης κάθε παίχτης μπορεί να γυρίσει στην κολόνα του και να βγει όσες φορές θέλει.
'Όταν κάποιο παιδί πιάσει ένα παίχτη της αντίπαλης ομάδας, τον πάει στη φυλακή, που είναι συνήθως κοντά στην κολόνα του. Οι παίχτες της ομάδας του παιδιού που είναι φυλακισμένο, πρέπει να το ακουμπήσουν για να ελευθερωθεί. Σκοπός του παιχνιδιού είναι ν' ακουμπήσει ένας παίχτης την κολόνα της αντίπαλης ομάδας.

ΚΡΥΦΤΟ:
Σε αυτό το παιχνίδι μπορούν να παίξουν από 3 άτομα και πάνω.
Ένα παιδί φυλάει (μετράει π.χ.  έως το 200- 5, 10, 15, 20, 25...). Μόλις τελειώσει, λέει  ΄΄φτού  και βγένω΄΄  και  αρχίζει να ψάχνει για τα παιδιά.
Όταν βρει ένα παιδί λέει "φτου" και το όνομα του παιδιού. Το παιδί μπορεί, όταν αυτός που φυλάει είναι μακριά να πει "φτου" και το όνομα του παιδιού που φυλάει. Το τελευταίο παιδί πρέπει να πει "φτου ξελευθερία" για να ξαναφυλάξει το ίδιο παιδί. Άμα αυτό δεν γίνει, τότε φυλάει το παιδί που "έφτυσε" πρώτο.

ΤΑ ΜΗΛΑ:
Παίζεται σε εξωτερικό χώρο. Δύο παιδιά χωρίζονται και αποτελούν τα "τέρματα". Χαράζονται δύο γραμμές σε απόσταση δέκα περίπου βήματα η μια από την άλλη. Οι δυο αυτές γραμμές είναι τα τέρματα και πίσω από αυτές τις γραμμές στέκονται οι δυο παίκτες. Αριστερά από τις γραμμές χαράζεται μια άλλη που από πίσω της πηγαίνουν και στέκονται τα υπόλοιπα παιδιά.
Με κλήρο ορίζουν ποιός από τα τέρματα θα ρίξει πρώτος την μπάλα για να χτυπήσει ένα από τα παιδιά που βρίσκονται στο κέντρο. Αυτά τα παιδιά πρέπει όλη την ώρα να τρέχουν από την μια άκρη στην άλλη για να μην χτυπηθούν. Αν αυτός που θα ρίξει την μπάλα δεν πετύχει κανένα, τότε βγαίνει και στέκεται πίσω από την αριστερή γραμμή. Με τη σειρά του ρίχνει την μπάλα ο άλλος.
Όταν μείνει μονάχα ένα παιδί στο κέντρο τότε παίζονται τα μήλα, δηλαδή θα χτυπηθούν δώδεκα μπαλιές, έξι από κάθε τέρμα. Πρώτα ρίχνει ο ένας λέγοντας "Ένα μήλο", έπειτα ο άλλος "Δύο μήλα!" κ.λ.π.
Το παιδί που είναι στη μέση τρέχει και κάνει κάθε είδους κινήσεις ώστε να αποφύγει την μπάλα. Αν χτυπηθεί τότε χάνει και το παιχνίδι ξαναρχίζει με νέα τέρματα, αν τα καταφέρει να μην χτυπηθεί έχει το δικαίωμα να ξανακαλέσει όλους του παίκτες και να αρχίσει το παιχνίδι με τα ίδια τέρματα.

ΚΥΝΗΓΗΤΟ:
Τα παιδιά χαράζουν πάνω στο χώμα μια γραμμή για αφετηρία και ορίζουν το τέρμα,  που είναι ένα δέντρο ή μια πέτρα στημένη στο χώμα. Ύστερα με λάχνισμα ορίζεται αυτός που θα τα φυλάει.
Μόλις δοθεί το σύνθημα, τα παιδιά τρέχουν να φύγουν και αυτός που τα φυλάει, τρέχει να τα πιάσει, ενώ εκείνα με διάφορους ελιγμούς προσπαθούν να τον αποφύγουν και να φτάσουν στο τέρμα. Μόλις φτάσουν, πρέπει να  χτυπήσουν το τέρμα, να  φτύσουν και να φωνάξουν “έφτυσα”.
Αν ένα παιδί χτυπηθεί στον ώμο απ’ αυτόν που τα φυλάει, πριν φτάσε στο τέρμα  ή αν ξεχάσει να φτύσει, τότε καίγεται και τα φυλάει αυτό με τ σειρά του.

ΣΤΟΠ  ΞΕΣΤΟΠ:
Είναι ένα μικτό παιχνίδι που στοχεύει στην ανάπτυξη των αντανακλαστικών κινήσεων και στην κινητική ετοιμότητα.
Χαράσσεται στο έδαφος μια γραμμή και σ’ αυτή στέκεται ένα παιδί που έχει οριστεί ότι θα τα φυλάει. Σε απόσταση όχι μικρότερη των 10 μέτρων χαράσσεται απέναντι από την πρώτη μια δεύτερη γραμμή, πίσω από την οποία στέκονται τα υπόλοιπα παιδιά.
Το παιδί που τα φυλάει, με τη φράση “ένα- δύο- τρία  στοπ,  καλεί τα υπόλοιπα παιδιά να πλησιάσουν τη γραμμή του για να ακουμπήσουν την πλάτη του. Με την πλάτη γυρισμένη, χωρίς να βλέπει τα παιδιά, ο φύλακας λέει πολύ γρήγορα τη φράση και γυρίζει απότομα προς το μέρος των παιδιών.
Αυτά πρέπει, μόλις ακούσουν τη φράση, να τρέξουν μπροστά και να σταματήσουν ακίνητα, όταν ο φύλακας στραφεί προς το μέρος τους. Όποιο παιδί συλλάβει ο φύλακας να μη σταθεί ακίνητο, το καίει και το παίρνει κοντά του.
Τα πρώτα παιδιά που θα πλησιάσουν το φύλακα, απλώνουν τα χέρια, για να είναι έτοιμα με την επανάληψη της φράσης να κτυπήσουν το φύλακα και να ελευθερώσουν τα παιδιά που έχει πάρει. Μετά το κτύπημα, τα παιδιά που έχουν καεί και τα υπόλοιπα που έφτασαν κοντά στο φύλακα χωρίς να καούν, τρέχουν πολύ γρήγορα προς τη γραμμή τους, για να μην τους πιάσει. Όποιο παιδί καταφέρει να πιάσει προτού τη γραμμή, γίνεται φύλακας, αλλιώς τα φυλάει πάλι ο ίδιος.

ΣΚΑΜΝΑΚΙΑ:
Το παιχνίδι λέγεται αλλιώς και βαρελάκια ή καβαλαράκια. Παίζεται από πέντε έως οκτώ παιδιά που σχηματίζουν μια ομάδα.
Τα παιδιά στέκονται στη σειρά και ο πρώτος πηγαίνει σε μία απόσταση δύο μέτρων και σκύβει, ακουμπώντας τα χέρια του στα γόνατά του. Ο δεύτερος παίρνει φόρα και ακουμπώντας τα χέρια του στη ράχη του πρώτου πηδάει από πάνω του και ύστερα στέκει, όπως ο πρώτος, σε απόσταση δύο μέτρων απ’ αυτόν. Ακολουθεί ο τρίτος που, αφού πηδήσει και ακουμπήσει πάνω στον πρώτο, ύστερα πατάει στο ενδιάμεσο διάστημα, παίρνει φόρα και επάνω στον δεύτερο και αφού πατήσει και κάνει δύο βήματα σκύβει και αυτός με τη σειρά του. Το παιχνίδι συνεχίζεται ώσπου να πηδήσει και ο τελευταίος.

ΚΟΥΤΣΟ:
Τα παιδιά σχεδιάζουν κάτω ένα μεγάλο παραλληλόγραμμο που χωρίζεται στη μέση και κάθε μέρος σε πέντε τμήματα, τρία ίσα και δύο μεγαλύτερα.
Με τη βοήθεια μιας λείας και πλακωτής πέτρας, περίπου 8-10 πόντων, το κάθε παιδί πρέπει να περάσει, σπρώχνοντας την πέτρα με κουτσό, απ’ όλους τους χώρους του πρώτου μέρους και να επιστρέψει από τους χώρους του δεύτερου μέρους, βγάζοντας την πέτρα έξω από το τελευταίο παραλληλόγραμμο, χωρίς ποτέ να πατήσει πάνω στη γραμμή.
Νικητής στο παιχνίδι θεωρείται το παιδί που θα περάσει όλους τους χώρους, χωρίς να πατήσει τη γραμμή.
Στο πέρασμα των παραλληλογράμμων ακολουθείται η παρακάτω διαδικασία:
το κάθε παιδί ρίχνει την πέτρα στο παραλληλόγραμμο ένα, με πήδημα κουτσό πηδά μέσα και αρχίζει να σπρώχνει την πέτρα από παραλληλόγραμμο σε παραλληλόγραμμο χωρίς ούτε η πέτρα ούτε κάποια άκρη του πέλματος να αγγίξουν τη κάθε γραμμή. Έχουν δικαίωμα τα παιδιά να ξεκουράζονται με το πάτημα της μύτης του σηκωμένου ποδιού.
Στη συνέχεια, αφού το παιδί έχει περάσει με επιτυχία όλα τα παραλληλόγραμμα, θα πιάσει την πέτρα και θα την ρίξει στο παραλληλόγραμμο δύο, με προσοχή να πέσει μέσα, γιατί αν πέσει έξω θα χάσει τη σειρά. Αυτό γίνεται συνέχεια πετώντας κάθε φορά την πέτρα στο επόμενο παραλληλόγραμμο.

ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ:
Είναι ένα ομαδικό, έξυπνο και πολύ διασκεδαστικό παιχνίδι που παίζεται από αγόρια και κορίτσια.
Τα παιδιά χαράζουν δυο παράλληλες γραμμές που απέχουν 20 τουλάχιστον μέτρα. Στο κέντρο αυτής της απόστασης σημειώνουν έναν κύκλο και μέσα σ’ αυτόν τοποθετούν ένα μαντήλι.
Μετά ορίζουν έναν αρχηγό που δίνει την εντολή στα παιδιά των δύο ομάδων να τρέξουν και να παραταχθούν σε γραμμές κατά αύξοντα αριθμό. Ο αρχηγός στέκεται έξω από το χώρο των παιδιών και φωνάζει κάποιο νούμερο που αντιστοιχεί το ίδιο σε δύο παιδιά από κάθε αντίπαλη ομάδα.
Τα παιδιά ακούγοντας το νούμερό τους πρέπει να τρέξουν με μεγάλη ταχύτητα για να προλάβουν να πάρουν πρώτοι το μαντήλι από το κέντρο του χώρου, χωρίς όμως να χτυπηθούν από τον αντίπαλο.
Συμβαίνει πολλές φορές να φτάσουν μαζί στον κύκλο που είναι το μαντήλι και να μην το πάρουν από το φόβο μήπως ο αντίπαλος τους χτυπήσει. Έτσι δεν το παίρνει κανένας, επιστρέφουν στη θέση τους και ο αρχηγός φωνάζει άλλο νούμερο.
Ο παίκτης που θα καταφέρει να πάρει το μαντήλι χωρίς να χτυπηθεί, κερδίζει ένα πόντο για την ομάδα του. Αν όμως χτυπηθεί, τον πόντο τον κερδίζει η αντίπαλη ομάδα. Νικήτρια ομάδα είναι αυτή που καταφέρνει να συγκεντρώσει τους περισσότερους πόντους.


ΠΟΥΝΤΟ ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ:
Στήνονται τα παιδιά σε σειρά. Κάποιο από τα παιδιά κρύβει στα χέρια του ένα δαχτυλίδι, ψεύτικο ή αληθινό. Έπειτα προσπαθεί να αφήσει στα χέρια κάποιου από τα παιδιά που είναι στη σειρά το δαχτυλίδι, λέγοντας το τραγουδάκι:
Πουν' το, πουν' το, το δαχτυλίδι, ψάξε, ψάξε, δεν θα το βρεις!
Το καθένα από τα παιδιά έχει μια ευκαιρία να μαντέψει ποιος έχει το δαχτυλίδι. Όποιος μαντέψει σωστά παίρνει το δαχτυλίδι και το δίνει  στο επόμενο παιδί. Το παιχνίδι συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο.

ΠΕΤΑΕΙ-ΠΕΤΑΕΙ:
Παίζουν δύο παίχτες. Ο ένας λέει κουνώντας τα δάκτυλα του πάνω κάτω: πετάει πετάει και προσθέτει μετά από αυτό το όνομα ενός πράγματος. Αν αυτό το πράγμα πετάει τότε πρέπει να έχουν και οι δύο το δάκτυλο τους πάνω. Αν αυτός που κούναγε απλώς το δάκτυλο του το έχει κάτω τότε χάνει και λέει αυτός το πετάει πετάει.

ΠΕΡΝΑ-ΠΕΡΝΑ Η ΜΕΛΙΣΣΑ:

Αυτό το παιχνίδι είναι ένα παλιό και παραδοσιακό παιχνίδι.   
Συγκεντρώνονται τουλάχιστον έξι παιδιά και δύο χτυπούν παλαμάκια και τραγουδούν:
Περνά-περνά η μέλισσα,  με τα μελισσόπουλα και με τα παιδόπουλα, παιδό  πού λα.         
Τα υπόλοιπα περνούν  κάτω απ' τα χέρια τους και όποιον πιάσουν το βάζουν και επιλέγει με ποιού  το μέρος θα πάει. Τελικά όταν μαζευτούν όλα τα παιδιά τραβάνε τους άλλους και όποιοι δεν πέσουν κάτω είναι οι νικητές.

ΔΥΟ ΠΟΥΛΑΚΙΑ:

Δυο μικρά χαρτάκια κόβαμε τα φτύναμε και τα κολλούσαμε από ένα στα νύχια στα δάχτυλα των χεριών, τα κουνούσαμε ρυθμικά μπροστά στα μάτια μικρών παιδιών, λέγοντας:
Έχω δυο πουλάκια μες στα καλαθάκια, πέταξε το ένα, πέταξε και τ' άλλο, ήρθε το ένα, ήρθε και τ' άλλο.
Όταν λέγαμε τη λέξη πέταξε το ένα, φέρναμε το χέρι πίσω από το κεφάλι κι όταν λέγαμε ήρθε το ένα ήρθε και τ’ άλλο, δείχναμε την ανοιχτή παλάμη κι όχι τα νύχια με τα χαρτάκια, τα μικρά παιδιά κοιτούσαν απορημένα.

ΙΧΝΟΓΡΑΦΙΑ ΚΕΡΜΑΤΑ:
Βάζαμε τα κέρματα κάτω από το λεπτό φύλλο ιχνογραφίας και με τα πλαϊνά της μύτης του μολυβιού το τρίβαμε , μέχρι να εμφανιστεί η όψη του κέρματος, τα κόβαμε στρόγγυλα και παίζαμε.

ΚΟΛΟΦΩΤΙΤΣΕΣ:« πυγολαμπίδες».
Τις κυνηγούσαμε να τις πιάσουμε και τις κλίναμε στις παλάμες κι έβγαινε φως από τα δάχτυλά μας. Άλλοτε πάλι, τις βάζαμε  στο μέτωπο, αυτές να φωσφορίζουν κι εμείς να φαινόμαστε τη νύχτα. Καμιά φορά τις λιώναμε πάνω σε κάποια επιφάνεια και κάναμε σχήματα. 
Σ’ όλους άρεζαν να τις βλέπουν τη νύχτα να πετούν.

ΜΕΤΑΔΙΔΕΤΑΙ:

Ένα παιχνίδι με σφαλιάρες.
Χτυπούσαμε  μια σφαλιάρα τον μπροστινό στο θρανίο και λέγαμε, «Μεταδίδεται», κι αυτός με τη σειρά του, χτυπούσε άλλον συμμαθητή, μέχρι που χαστουκιζότανε όλη η τάξη!

ΜΠΟΥΚΑΛΑ:
 Τα παιδιά κάθονται σε κύκλο. Ένα μπουκάλι γυρίζει στη μέση. Οι δύο άκρες του δείχνουν δύο παιδιά. Αυτά τα παιδιά πρέπει να κάνουν αυτό που θα τους πουν οι υπόλοιποι, η αν έχουν συμφωνήσει να φιληθούνε!

ΠΑΡΤΑ ΟΛΑ:
Τα παιδιά μέρες των Χριστουγέννων, όταν χαρτζιλικώνονταν με τα Κάλαντα, αγόραζαν μια κοκάλινη σβούρα, την πάρτα όλα.
Στηνόταν  όλοι στη σειρά και κυκλικά κι αφού συμφωνούσανε πόσα λεφτά να βάλουνε στην μπάγκα, ο πρώτος παίχτης στριφογύριζε την σβούρα και περίμενε να σταματήσει οπότε στην απάνω πλευρά διάβαζε το αποτέλεσμα που έφερε. Τα δυνατά αποτελέσματα ήταν τα κατωτέρω.
- Πάρε ένα,  έπαιρνε μια δραχμή από την πάγκα.
- Πάρε δύο,  έπαιρνε δύο δραχμές.
- Πάρτα όλα, οπότε τα σαβούρωνε όλα.
- Βάλε ένα,  έβαζε μια δραχμή στην πάγκα.
- Βάλε δύο,  έβαζε δύο δραχμές.
- Βάλτε όλοι, οπότε έβαζαν όλοι από μια δραχμή.

ΣΥΡΜΑΤΟΓΑΖΑ:
Το Πάσχα αμέσως μετά την Ανάσταση δέναμε μια κουλούρα συρματόγαζα,( μ’ αυτό που πλένανε οι μανάδες μας τα πιάτα), με ένα σύρμα, το βάζαμε φωτιά και το γυρνούσαμε περιστροφικά, με αποτέλεσμα να εκτοξεύονται αμέτρητες σπίθες στον ολόγυρο χώρο κι όπου έπεφτε , έκαιγε και λίγο.

ΤΗΛΕΦΩΝΑ:

 
 
Βρίσκαμε δύο άδεια σπιρτοκούτια και ανοίγαμε στο κέντρο τους μια τρύπα,  περνούσαμε και δέναμε ένα σπάγκο η πετονιά,  κάμποσο μακρύ .
Το ένα παιδί έπαιρνε το ένα και απομακρυνότανε και το άλλο παιδί το άλλο και συνομιλούσανε φέρνοντας το σπιρτόκουτο στο στόμα η στο αυτί

ΑΓΑΛΜΑΤΑΚΙΑ

 
Τα αγαλματάκια παίζονται από τρία παιδιά και πάνω. Ένα παιδί «τα φυλάει» και κλείνει τα μάτια. Κρατά κλειστά τα μάτια του και λέει τη φράση: «Αγαλματάκια αγαλματάκια, ακίνητα κι αγέλαστα, μέρα ή νύχτα;». Όσο λέει τη φράση και κρατά κλειστά τα μάτια, τα άλλα παιδιά κινούνται. Όταν τα ανοίξει όλοι πρέπει να είναι ακίνητοι. Αν κάποιο παιδί εκείνη τη στιγμή που ανοίγει τα μάτια του κινηθεί, «τα φυλάει» εκείνο..

 ΒΟΛΟΙ










(αυτοσχέδιες κατασκευές από κερί ή χώμα, αργότερα από γυαλί)

Έβαζαν σε μια σειρά ο καθένας τη μπίλια του σε μια γραμμή. Στη συνέχεια προσπαθούσαν να παρασύρουν τις μπίλιες από τη γραμμή πετώντας από κάποια προκαθορισμένη απόσταση μια άλλη μπίλια που είχε ο καθένας. Όποια παρέσερνε από τη γραμμή την έπαιρνε.



ΤΣΟΥΚΕΣ

Τα παιδιά στήνουν την «τσούκα
», δηλαδή ένα βουναλάκι από «πλάκες» (πέτρες) και το καθένα κρατεί τη δική του πλάκα. Επιχειρούν όλα από το ίδιο σημείο να πετύχουν την τσούκα, να ρίξουν τουλάχιστο μία ή όλες της πλάκες της.

ΤΡΙΧΟΠΟΥΛΑ (= Σχοινάκι)


Παιζόταν συνήθως από κορίτσια.Παίζουν όσα παιδιά θέλουν. Δύο παιδιά βγαίνουν έξω και γυρνάνε το σχοινάκι. Τα παιδιά πηδούν. Όποιο μπερδευτεί στο σχοινάκι, χάνει, βγαίνει έξω και γυρνάει το σχοινί. Το παιδί που γυρνούσε, μπαίνει μαζί με τα άλλα παιδιά και έτσι το παιχνίδι συνεχίζεται.


ΤΟΠΙ















Αυτοσχέδια μπάλα. Κατασκευαζόταν από τα ίδια τα παιδιά με μπαλόνι (φούσκα) και πολύχρωμα νήματα (γνέματα).




ΠΑΤΟ










Τα παιδιά χωρίζουν ένα μεγάλο τετράγωνο σε οκτώ μικρότερα. Έχουν μια πλατιά πέτρα που τη λένε «ομάδα» ή «αμάδα». Πετάνε την «ομάδα» στο πρώτο τετράγωνο. Κατόπιν, στηριζόμενα στο ένα πόδι και κλοτσώντας την «ομάδα», προσπαθούν να πάνε μέχρι το όγδοο τετράγωνο, χωρίς ν' ακουμπήσουν τις γραμμές, ούτε με το πόδι ούτε με την «ομάδα». Όταν φτάσουν στο όγδοο κουτάκι, πρέπει να ξαναγυρίσουν στο πρώτο.

ΜΟΤΣΙΟΣ
Δύο ομάδες παιδιών και στο κέντρο ο Μότσιος, δηλαδή ένα μεταλλικό κουτί που κάθε ομάδα επιχειρεί να ρίξει κάτω. Όταν στοχεύει η μία ομάδα, η άλλη καραδοκεί για να πιάσει την πλάκα (πέτρα) και να αποκτήσει το πλεονέκτημα, να ρίξει εκείνη το Μότσιο.

ΜΗΛΑ
Παίζεται από δύο ομάδες 4-6 ατόμων η καθεμια. Χαράζουν στο έδαφος δύο παράλληλες γραμμές σε απόσταση 10 περίπου μέτρων η μία από την άλλη. Πίσω από αυτές στέκονται οι παίχτες της μιας ομάδας ισομοιρασμένοι. Ανάμεσα στις γραμμές στέκονται τα παιδιά της άλλης ομάδας. Σκοπός της ομάδας που είναι έξω από τις γραμμές, είναι να χτυπήσει με μια μπάλα τους παίχτες της ομάδας που είναι μέσα. Όποιον χτυπάει η μπάλα τον αποσύρουν από το παιχνίδι. Όταν μένει ένας μόνο μέσα και καταφέρει να μείνει ακτύπητος σε 10 μπαλιές, η ομάδα του είναι νικήτρια και οι συμπαίκτες του ξαναμπαίνουν μέσα. Εάν όμως χτυπηθεί, οι ομάδες αλλάζουν θέσεις. Αν κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού κάποιος από αυτούς που είναι μέσα στις γραμμές, κατορθώσει να πιάσει τη μπάλα χωρίς να πέσει κάτω, λέμε ότι έχει ένα «μήλο». Το «μήλο» αυτό χρησίμευε για να ισοφαρίσει κάποιο χτύπημα και να μη βγει απ' το παιχνίδι.

ΣΒΟΥΡΑ
Η σβούρα ήταν πολύ διαδεδομένο παιχνίδι αλλά χρειαζόταν και τεχνική. Τις σβούρες τα παιδιά ή τις αγόραζαν ή τις κατασκεύαζαν με ξύλο ή ακόμη και με κερί γύρω από έναν λεπτό ξύλινο άξονα. Τις τοποθετούσαν μέσα σ' έναν κύκλο. Χρησιμοποιώντας μιαν άλλη σβούρα που είχε κορδόνι, προσπαθούσαν να τις βγάλουν από τον κύκλο. Όσες έβγαζαν, τις κέρδιζαν.



«Περνά, περνά η μέλισσα»
Τα παιδιά εκλέγουν δύο αρχηγούς. Αυτοί οι δύο ονομάζονται με κάτι γλυκό ή σπουδαίο ή καλό (εγώ είμαι διαμάντι λέει ο ένας, εγώ ζαφύρι λέει ο άλλος). Τότε στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλον και τα υπόλοιπα παιδιά κάνουν μία ουρά και τα δύο παιδιά χτυπούν τα χέρια τους ψηλά σαν αψίδα να περάσουν οι άλλοι από κάτω τραγουδώντας: «Περνά, περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα και με τα παιδόπουλα, παιδόπουλα». Σταματούν σ' ένα παιδί που περνάει εκείνη τη στιγμή κάτω από την αψίδα και του λένε μυστικά στ' αυτί τις δυο λέξεις που διάλεξαν και το παιδί πρέπει να επιλέξει μια από τις δυο. Όποια λέξη από τις δυο επιλέξει πάει με το παιδί που διάλεξε αυτή τη λέξη. Έτσι γίνεται και με τους υπόλοιπους. Όποιος πάρει τους περισσότερους, κερδίζει..





(ΤΟ) ΚΟΡΟΙΔΟ










Για να παιχτεί αυτό το παιχνίδι χρειάζονται 3 παιδιά και μια μπάλα. Τα δυο παιδιά κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλο και στη μέση ο τρίτος («το κορόιδο»). Τα δυο παιδιά πετούν ο ένας τη μπάλα στον άλλο και ο τρίτος προσπαθεί να την πιάσει. Αν καταφέρει να την πιάσει, παίρνει τη θέση του αυτός που την πέταξε.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου